θηλυπρέπεια

θηλυπρέπεια
η
συμπεριφορά ή γνώρισμα που ταιριάζει σε γυναίκα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θηλυπρέπεια — η [θηλυπρεπής] 1. η γυναικεία συμπεριφορά, η συμπεριφορά που ταιριάζει σε γυναίκα και όχι σε άντρα 2. μαλθακότητα, τρυφηλότητα 3. δειλία, ατολμία, έλλειψη ανδρισμού …   Dictionary of Greek

  • θήλυσμα — θήλυσμα, τὸ (Α) [θηλύνω] η εκθήλυνση, η θηλυπρέπεια …   Dictionary of Greek

  • θηλυ- — (ΑΜ θηλυ ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει χαρακτηριστικά τού θήλεος ή αναφέρεται στο θήλυ. ΣΥΝΘ. θηλυγόνος, θηλυδρίας, θηλυμανής, θηλύμορφος, θηλυπρεπής θηλυτοκία, θηλυτοκώ, θηλύφρων αρχ. θηλάρσην, θηλυγενής, θηλύγλωσσος,… …   Dictionary of Greek

  • θηλύστολος — θηλύστολος, ον (Α) 1. αυτός που φορά γυναικεία ρούχα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηλύστολον η θηλυπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + στολος (< στολή), πρβλ. έν στολος, κυανό στολος] …   Dictionary of Greek

  • θηλύτητα — η (ΑΜ θηλύτης) [θήλυς] 1. γυναικείος τρόπος, γυναικεία λεπτότητα 2. η θηλυπρέπεια νεοελλ. η ικανότητα τού θήλεος να προκαλεί το ερωτικό πάθος αρχ. 1. φύση γυναικεία 2. ο φυλετικός χαρακτήρας τού θηλυκού γένους 3. φρ. «ἡ θηλύτης τοῡ κάλλους» η… …   Dictionary of Greek

  • μαλθακότητα — η (Α μαλθακότης, ητος) [μαλθακός] μαλακότητα, απαλότητα, τρυφερότητα νεοελλ. εκθήλυνση, θηλυπρέπεια αρχ. φρ. «ἡ μαλθακότης τοῡ ἐδάφους» η ύπαρξη ρωγμών στο έδαφος …   Dictionary of Greek

  • σαυλούμαι — όομαι, Α [σαῡλος] 1. περπατώ και, γενικά, συμπεριφέρομαι με θηλυπρέπεια, ακκίζομαι 2. χορεύω επιτηδευμένα 3. (κατά τον Ησύχ.) «σαυλοῡσθαι. τρυφᾱν, θρύπτεσθαι, ἐναβρύνεσθαι» …   Dictionary of Greek

  • Ομφάλη — Μυθολογικό πρόσωπο, βασίλισσα των Λυδών και κόρη του Ιαρδάνη. Ο Ηρακλής, για να εξαγνιστεί επειδή είχε σκοτώσει τον Ίφιτο, πουλήθηκε ως δούλος στην Ο. και έμεινε κοντά της τρία χρόνια. Στο διάστημα αυτό, εξολόθρευσε τους ληστές Κέρκωπες, τον… …   Dictionary of Greek

  • εκθήλυνση — η η απόκτηση από αρσενικό τρόπων που ταιριάζουν σε θηλυκό, θηλυπρέπεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θηλύτητα — η 1. γυναικεία φύση, θηλυκότητα. 2. θηλυπρέπεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”